- καλοζωία
- η хорошая жизнь, благополучие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοζωία — καλοζωία, η και καλοζωισμός, ο καλοπέραση: Από την καλοζωία δε λέει να γεράσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοζωία — η καλοπέραση, ευημερία, ευμάρεια, υλική ευδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. μακρο ζωία, φιλο ζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Γεδεών] … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι … Dictionary of Greek
Κρόμελινκ, Φερνάν — (Fernand Crommelynck, Βρυξέλλες 1885 – Σεν Ζερμέν αν Λε, Γαλλία 1970). Βέλγος συγγραφέας. Γιος ηθοποιών, ηθοποιός και ο ίδιος, αποκάλυψε από τα πρώτα του έργα ωριμότητα δόκιμου συγγραφέα. Ήδη στα πρώτα του δράματα, Δεν θα ξαναπάμε στο δάσος… … Dictionary of Greek